πλουμαρικός

πλουμαρικός
πλουμ-αρικός, ή, όν,
A embroidered, Sammelb.7033.45 (v A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλουμαρικός — ή, όν, Α [πλουμάριος] 1. κεντημένος, πεποικιλμένος, πλουμάτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλουμαρικόν κεντημένος χιτώνας …   Dictionary of Greek

  • φλουμαρικός — ή, όν, Α πλουμαρικός*, κεντημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουμαρικός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”